- ναύαρχοι
- ναύαρχοςcommander of a fleetmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
НАВАРХИ — • Ναύαρχοι, морские начальники, назначаемые в Спарте во время войны, т. к. часто царю было невозможно лично давать приказания, когда война велась на многих местах. Рядом с ними назначались, отчасти для надзора, ε̉πιστολει̃ς… … Реальный словарь классических древностей
Rodas — Isla de Rodas Ρόδος Vista de satélite de la isla (NASA World Wind) Localización País … Wikipedia Español
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αριστογένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς που ήταν ναύαρχοι του αθηναϊκού στόλου στη ναυμαχία των Αργινουσών (406 π.Χ.). 2. Γιατρός από την Κνίδο (3ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Χρυσίππου. Ο Γαληνός τον κατατάσσει… … Dictionary of Greek
Γκος, Αντρέ Λουί — (Louis André Gosse, 1791 – 1873). Ελβετός γιατρός και φιλέλληνας. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Εφημερίδας της Γενεύης.Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, όπου διακρίθηκε τόσο για τις επαγγελματικές επιδόσεις του όσο και για τις φιλελεύθερες ιδέες… … Dictionary of Greek
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek
Παπαρρηγόπουλος, Ιωάννης — (Νάξος 1780 – Αθήνα 1874). Φιλικός. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στη Μόσχα. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Γ. Ολύμπιου, πήγε στην Ιταλία, όπου επιδόθηκε στη σπουδή της ιατρικής. Στις παραμονές της Επανάστασης πήγε στην Πάτρα και… … Dictionary of Greek
ρωσοϊαπωνικός πόλεμος — Προκλήθηκε από το ταυτόχρονο ενδιαφέρον της Ρωσίας και της Ιαπωνίας για τη Μαντζουρία και την Κορέα. Η Ρωσία επιζητούσε, με την εξασφάλιση της κυριαρχίας στα εδάφη αυτά, να πετύχει την έξοδο σε μια θάλασσα που δεν την έκλειναν οι πάγοι ή στενά… … Dictionary of Greek